- πρῶτος
- 3 первый
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
πρωτός — destined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
πρῶτος — πρότερος before masc nom sg πρῶτος before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek
Πρώτος — ό, Α (στη Φωκίδα) μήνας αντίστοιχος προς τον δελφικό Ηραίο … Dictionary of Greek
πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό ένα. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους άλλους στη χρονική ή τοπική σειρά, στο βαθμό, στην αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόν — πρωτός destined masc acc sg πρωτός destined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek